- παράωρα
- παράωρα και πάρωρα επίρρ. χρον., σε προχωρημένη ώρα, αργά πολύ: Και νύχτα δε θα τραγουδώ παράωρα στα πλάγια το θλιβερό τραγούδι μου (Κρυστάλλης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.