παράωρα

παράωρα
παράωρα και πάρωρα επίρρ. χρον., σε προχωρημένη ώρα, αργά πολύ: Και νύχτα δε θα τραγουδώ παράωρα στα πλάγια το θλιβερό τραγούδι μου (Κρυστάλλης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παράωρα — επίρρ. σε πολύ προχωρημένη ώρα, πάρα πολύ αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ώρα μέσω ενός επιθ. *παράωρος (πρβλ. πρό ωρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”